ἐπιτιμητικῶς

ἐπιτιμητικῶς
ἐπιτιμητικός
censorious
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιτιμητικός — ή, ό (Α ἐπιτιμητικός, ή όν) [επιτιμητής] ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[τέλος] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.) αρχ. αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος. επίρρ... επιτιμητικώς και ά… …   Dictionary of Greek

  • σαρανταπέντε — ΝΜ άκλ. σύνολο από σαράντα δεκάδες και πέντε μονάδες νεοελλ. παροιμ. «σαρανταπέντε Γιάννηδες ενός [ή μιανού] κοκόρου γνώση» λέγεται επιτιμητικώς για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τού ονόματος Ιωάννης μσν. φρ. «Ἐμμανουὴλ παμβασιλεῡ παρὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”